ημερότητα — η η ιδιότητα του ήμερου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμερότητα — ἡμερότης cultivation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεράδα — η [ήμερος] η ημερότητα … Dictionary of Greek
μειλιχία — και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α) 1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα 2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πραϋθυμία — ἡ, Α [πραΰθυμος] πραότητα, ημερότητα χαρακτήρα … Dictionary of Greek
χειροήθεια — ἡ, Α [χειροήθης] ημερότητα, εξημέρωση … Dictionary of Greek
ημεράδα — η ημερότητα: Ξαφνικά χάθηκε η ημεράδα από το πρόσωπό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραότητα — η η ιδιότητα του πράου, η ημερότητα: Είναι ολοφάνερη και σ όλες τις εκδηλώσεις του η πραότητα του χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)